 |
Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ Φ. Α. ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ |
(πηγές:
Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, ΤΕΦΑΑ Θεσσαλίας, Ενωση Γυμναστών Βερείου Ελλάδος)
Η δημιουργία του Κεντρικού Γυμναστηρίου στην Αθήνα το
1878 σηματοδότησε τις απαρχές της κρατικής παρέμβασης με στόχο την ανάπτυξη του
αθλητισμού. Η πολιτική αυτή βούληση έγινε σαφέστερη από τις αρχές της δεκαετίας
του 1880, με μια σειρά μέτρων που αφορούσαν την εισαγωγή της Φ.Α. στη δημόσια
εκπαίδευση. Από τα χρόνια εκείνα και έως τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων
Ολυμπιακών Αγώνων αυτά τα μέτρα ήταν συχνά αποσπασματικά και εφαρμόζονταν
μόνο εν μέρει, ενώ μετά το 1896 η κρατική παρέμβαση ήταν ολοένα και περισσότερο
συνεχής, συνεπής και συστηματική. Ο Ιωάννης Φωκιανός,
έως το 1896, και στη συνέχεια ο Ιωάννης Χρυσάφης,
έως το 1930, πρωταγωνίστησαν στις προσπάθειες ενσωμάτωσης της Φ.Α. στο ελληνικό
εκπαιδευτικό σύστημα. Μάλιστα, με τη διαδοχή του Φωκιανού από το Χρυσάφη
εγκαταλείφθηκε το γερμανικό γυμναστικό σύστημα και υιοθετήθηκε το αντίστοιχο
σουηδικό.
Το 1880, λοιπόν, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας εντάχθηκε η Φ.Α.
ως υποχρεωτικό μάθημα στη Μέση Εκπαίδευση, με διάρκεια δύο ώρες κάθε εβδομάδα,
και διορίστηκαν ο πρώτοι γυμναστές σε ορισμένα σχολεία της Αθήνας. Δύο χρόνια
αργότερα οι ώρες αυξήθηκαν σε τρεις, ενώ το 1883 αγοράστηκαν όργανα γυμναστικής
και έτσι ορισμένα σχολεία άρχισαν να διαθέτουν πια τα δικά τους στοιχειώδη
γυμναστήρια. Η αγορά των οργάνων αποδεικνύει την υιοθέτηση του γερμανικού
γυμναστικού συστήματος από το Φωκιανό. Επιπρόσθετα, από το 1880 επανήλθε η
γυμναστική ως μάθημα στο Διδασκαλείο, με υπεύθυνο γυμναστή και πάλι το Φωκιανό.
Για την εκπαίδευση γυμναστών το 1882 ιδρύθηκε η πρώτη κρατική σχολή, η
λειτουργία της οποίας ρυθμίστηκε και νομοθετικά πέντε χρόνια αργότερα, με το
νόμο ΑΧΗ'. Ωστόσο, η εκπαίδευση που πρόσφερε διαρκούσε λίγες μόνο
εβδομάδες και η σχολή δε λειτουργούσε κάθε χρονιά. Φαίνεται μάλιστα ότι κάτι
τέτοιο είχε συμβεί και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, και γι' αυτό το 1893
προστέθηκαν στον προαναφερθέντα νόμο νέες διατάξεις που πρόβλεπαν την
επαναλειτουργία της με την ονομασία Ειδική Σχολή Γυμναστών. Και στην εν
λόγω περίπτωση λιγοστά ήταν εκείνα που άλλαξαν σε σχέση με τα προηγούμενα
χρόνια. Εντούτοις, η περιστασιακή λειτουργία της σχολής και η βραχύβια
εκπαίδευση που πρόσφερε δημιούργησαν τους πρώτους γυμναστές που στελέχωσαν τα
σχολεία.

Μια νέα φάση ανάπτυξης της σχολής, όπως και συνολικά ολόκληρου του ελληνικού
αθλητισμού, σηματοδοτήθηκε μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Συγκεκριμένα, το 1897 ο
χρόνος εκπαίδευσης των γυμναστών αυξήθηκε στα 2 χρόνια, ενώ το
1899 τέθηκαν περιορισμοί στην εισαγωγή των εκπαιδευόμενων γυμναστών που θα
έπρεπε να είναι φοιτητές κάποιας άλλης σχολής, και μάλιστα τουλάχιστον
δευτεροετείς. Η ρύθμιση αυτή ήταν αποτέλεσμα του νόμου ΒΧΚΑ' του 1899,
που θεωρείται η πρώτη συστηματική νομοθετική παρέμβαση για την οργάνωση των
ζητημάτων που αφορούσαν τη γυμναστική και συνολικά τον ελληνικό αθλητισμό. Έτσι,
με το νόμο αυτό καθορίζονταν οι αρμοδιότητες της ΕΟΑ και του ΣΕΑΓΣ (μετέπειτα
ΣΕΓΑΣ) και εξαγγελλόταν η μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα.
Επιπρόσθετα, με τον παραπάνω νόμο η Φ.Α. ορίστηκε ως υποχρεωτικό μάθημα και για
τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης και προβλέφθηκε η δημιουργία ειδικού χώρου
εκγύμνασης για κάθε σχολείο. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω διεργασιών το επόμενο
έτος (1900) οι εβδομαδιαίες ώρες διδασκαλίας στα σχολεία αυξήθηκαν από τρεις
σε πέντε και διοργανώθηκαν οι πρώτοι μαθητικοί αγώνες των σχολείων
της Αθήνας και του Πειραιά.
Τέλος, σύμφωνα με το νόμο ΒΧΚΑ' δύο γυμναστές θα στέλνονταν για διετή
μετεκπαίδευση σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Πραγματικά, το 1899 ο Ιωάννης
Χρυσάφης σπούδασε στη Σουηδία για δύο χρόνια στο περίφημο την εποχή εκείνη
Ινστιτούτο της Στοκχόλμης. Με την επιστροφή τους στην Ελλάδα το 1901 ο Χρυσάφης
επιδόθηκε σε μια μακροχρόνια και συστηματική προσπάθεια για την υιοθέτηση του
σουηδικού γυμναστικού συστήματος, εκμεταλλευόμενος τη δυναμική των εκπαιδευτικών
μεταρρυθμίσεων που λάμβαναν χώρα στην Ελλάδα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού
αιώνα, αλλά και τις σημαντικές θέσεις στις οποίες βρέθηκε ως στέλεχος του
Υπουργείου Παιδείας, ιδίως μετά το 1910 και έως το θάνατό του το 1932.
Τα πρώτα αποτελέσματα προς την κατεύθυνση αυτή άρχισαν να διαφαίνονται το 1907
με την ίδρυση στρατιωτικής σχολής γυμναστών, το πρόγραμμα της οποίας
στηριζόταν, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο σουηδικό μοντέλο. Δύο χρόνια
αργότερα το Υπουργείο Παιδείας υιοθέτησε τη σουηδική γυμναστική ως το
κατάλληλο είδος σωματικών ασκήσεων στο χώρο της εκπαίδευσης. Ωστόσο, σημαντικό
εμπόδιο για την άμεση, και ιδίως για την καθολική, εφαρμογή της παραπάνω
απόφασης αποτελούσε το γεγονός ότι οι περισσότεροι γυμναστές είχαν εκπαιδευθεί
με βάση το γερμανικό σύστημα. Έτσι από το 1918, μετά από εισηγήσεις του Χρυσάφη,
η Ειδική Σχολή Γυμναστών μετονομάστηκε σε Διδασκαλείο Γυμναστικής,
το πρόγραμμα του οποίου ήταν πανομοιότυπο με εκείνο του Ινστιτούτου της
Στοκχόλμης. Δέκα χρόνια αργότερα, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, το Διδασκαλείο
εντάχθηκε στο χώρο της ανώτερης παιδείας και το 1933 μετονομάστηκε σε
Γυμναστική Ακαδημία.
english

|